Ιστορική αναδρομή_ Από τις αριστοκρατικές επαύλεις στις επιβλητικές βιομηχανίες Η Ερνέστ Εμπράρ βρίσκεται στα Άνω Λαδάδικα στην ευρύτερη περιοχή του Φραγκομαχαλά. Όπως μαρτυρά το όνομα, στην περιοχή κατοικούσαν κυρίως οι Ευρωπαίοι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης μαζί με Εβραίους. Η περιοχή υπήρξε από παλιά πόλος συγκέντρωσης εμπορικών δραστηριοτήτων. Ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αι. ο πληθυσμός της πόλης αυξανόταν και το εμπόριο άνθιζε, λόγω κυρίως της πλεονεκτικής της θέσης κοντά στο λιμάνι της πόλης. Η περιοχή σταδιακά άρχισε να αλλάζει χαρακτήρα με τις κατοικίες να αραιώνουν και καταστήματα, χάνια, ξενοδοχεία, εργαστήρια αλλά και τις πρώτες τράπεζες να εγκαθίστανται. Το 1917 χάρη στην αλλαγή κατεύθυνσης του αέρα ο Φραγκομαχαλάς σώθηκε από τη μεγάλη φωτιά, που σε λιγότερα από δύο 24ωρα έκανε στάχτη 10.000 σπίτια και άφησε 73.000 άστεγους. Καταστράφηκαν πολλά σημαντικά κτίρια σε γειτνίαση με την περιοχή, όμως σώθηκαν πολλά από τα πιο ενδιαφέροντα κτίρια της πόλης: Οθωμανική Τράπεζα (πρώην ΙΚΑ Φράγκων, σημερινό Κρατικό Ωδείο), η Στοά, η Καθολική Εκκλησία κι άλλα διάσπαρτα αρχιτεκτονικά κοσμήματα. Με την ανάπτυξη της μεταποίησης τη δεκαετία του ΄70, η περιοχή υπήρξε η καρδιά της βιοτεχνίας στην Θεσσαλονίκη. Τα είδη των βιοτεχνιών και των εργαστηρίων ποικίλουν, από εργαστήρια χρυσοχοΐας, τυπογραφεία, βιοτεχνίες παιχνιδιών και άλλων μικροαντικειμένων. Όμως το είδος που αναπτύσσεται κατά κόρον είναι οι βιοτεχνίες ένδυσης και ειδών προικός. Οι νέες χρήσεις βρίσκουν στέγη στους ορόφους των πολυώροφων οικοδομών που ανεγείρονται σύμφωνα με τους νέους όρους δόμησης. Σύντομα στα ισόγεια των βιοτεχνικών κτιρίων εγκαθίστανται και τα πρατήρια των βιοτεχνιών καθώς και εμπορικά καταστήματα με πρώτες ύλες που σχετίζονται άμεσα με τη βιοτεχνία ένδυσης, όπως υφάσματα, κλωστές, κουμπιά κ.α. Με την άνθιση αυτών των συναφών χρήσεων δημιουργείται ένας αυτάρκης ολοκληρωμένος παραγωγικός κύκλος, με εύκολη πρόσβαση στις πρώτες ύλες και άμεση σύνδεση της παραγωγής και της κατανάλωσης. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την πλεονεκτική της θέση κοντά σε μεταφορικούς κόμβους οδήγησαν την περιοχή σε σημαντική οικονομική και παραγωγική άνθιση. Τη δεκαετία του ’80 το φαινόμενο της αποβιομηχάνισης, που στην Ευρώπη ξεκινήσει ήδη από το 1950, φτάνει και στην Ελλάδα με αποτέλεσμα την παρακμή της βιοτεχνίας σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Σύρο, Βόλο κ.α. και την ερημοποίηση των βιοτεχνικών κελυφών. Ακόμη, την τελευταία δεκαετία η αυξανόμενη εισαγωγή ενδυμάτων και υποδημάτων από χώρες με χαμηλό κόστος παραγωγής, σε συνδυασμό με την γενικότερη οικονομική κρίση οδήγησε σε παύση ή σε μεταφορά και των τελευταίων βιοτεχνιών.
Η παρακμή της βιοτεχνικής δραστηριότητας οδήγησε αναπόφευκτα και στην παρακμή της περιοχής. Μεγάλα βιοτεχνικά κτίρια στέκουν πλέον άδεια, με μόνο σημάδι να μαρτυρά την αλλοτινή ζωντάνια τους τις σκουριασμένες ταμπέλες με την επωνυμία της βιοτεχνίας. Ωστόσο, ακόμη και σήμερα, η μυρωδιά του μπαχαριού, του τσαγιού και του χυμένου λαδιού, από τα λίγα μαγαζάκια που κατάφεραν να διατηρηθούν, είναι διάχυτη στα σοκάκια του Φραγκομαχαλά και μπορεί να σε μεταφέρει στο μαγικό παρελθόν. Μάλλον η μαγεία αυτή τράβηξε πολλούς ανθρώπους των «τεχνών», οι οποίοι επέλεξαν την περιοχή για να στεγάσουν τα ατελιέ τους, τα αρχιτεκτονικά γραφεία τους, τα στούντιο τους. Πολλοί από αυτούς επέλεξαν την περιοχή και για την κατοικία τους, μιας και τους γοήτευσε η ησυχία ή καλύτερα ο απόηχος της άλλοτε εμπορικής ζωής της Θεσσαλονίκης. Η ησυχία αυτή τα τελευταία χρόνια φαίνεται να χάνεται τις βραδινές ώρες. Η πρωινή παρακμή φεύγει και η ακμή της νυχτερινής διασκέδασης έρχεται, με πλήθος από νέα μπαράκια και εστιατόρια να έχουν κάνει την εμφάνισή τους. Η απαξίωση και η κακή συντήρηση τέτοιων περιοχών έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την μείωση των αξιών γης, κάτι που προσελκύει το ιδιωτικό κεφάλαιο. Οι φθίνουσες χρήσεις έρχονται να αντικαταστήσουν πιο προσοδοφόρες, όπως αυτή της αναψυχής. Μέσα από αυτή τη διαδικασία αφενός οι επιχειρηματίες εκμεταλλεύονται τα χαμηλά ενοίκια των περιοχών αυτών, αφετέρου επιτελείται η αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος με ιδιωτικό κεφάλαιο.
Αρχιτεκτονικό Ιδίωμα_Όταν ο χρόνος σταματά Το γεγονός ότι η πυρκαγιά του 1917 δεν έπληξε την περιοχή με την ίδια ένταση όπως την υπόλοιπη πόλη, είχε ως αποτέλεσμα να διασωθούν σημαντικά κτίσματα που χρονολογούνται πριν από το 1917 και τα οποία έχουν κηρυχτεί διατηρητέα. Αυτό σε συνδυασμό με το ότι το σχέδιο Εμπράρ επηρέασε κυρίως τις χαράξεις περιμετρικά της περιοχής, την καθιστά μια αυτόνομη νησίδα στον αστικό ιστό με ευδιάκριτα χαρακτηριστικά. Μετά την εφαρμογή του σχεδίου Εμπράρ τα νέα κτίσματα ανεγείρονται με στόχο τη στέγαση εμπορικών χρήσεων κάτι που αντικατοπτρίζεται στο σχεδιασμό τους. Ενισχύεται έτσι μια τυπολογία κτιρίων χαμηλού ύψους με εσωτερικό αίθριο και γενικεύεται η χρήση των εμπορικών στοών που εμπλουτίζουν και διευκολύνουν την κίνηση των πεζών. Άλλες πολύβουες, άλλες μελαγχολικές, αρχιτεκτονικά ιστορικές και συνάμα μοντέρνες, οι εμπορικές στοές του Φραγκομαχαλά είναι οι λιγότερο καλά φωτισμένες πολεοδομικές «αρτηρίες» που κρατούν την πόλη ζωντανή. Για πολλές δεκαετίες, ήταν τα πλέον ζωντανά εμπορικά και οικονομικά κύτταρα του κέντρου της πόλης. Τα χρόνια που ακολούθησαν, κάποιες άλλαξαν χρήση φιλοξενώντας καλοστημένες επιχειρήσεις νυχτερινής διασκέδασης άλλες χτυπήθηκαν από την κρίση και μαράζωσαν. Η Στοά Μακαλοπής αποτελεί ένα από τα πλέον αντιπροσωπευτικά κτίρια της οικονομικής και εμπορικής ανάπτυξης των αρχών του 20ού αιώνα. Χτίστηκε το 1906 από τον αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι στον κήπο του παλιού αρχοντικού της ιταλοεβραϊκής οικογένειας Αλλατίνι, ειδικά για να στεγάσει την τράπεζα. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η στοά παρέμεινε οικονομικό κύτταρο του κέντρου, ωστόσο οι δραστηριότητες αφορούσαν πλέον εμπορικά καταστήματα λευκών ειδών και βιοτεχνίες έτοιμων ενδυμάτων. Τα τελευταία χρόνια, η περιοχή γύρω από τη Στοά Μαλακοπής μετεξελίχθηκε στο πιο πολύβουο σημείο διασκέδασης της πόλης. Η Στοά Βυζάντιο, με είσοδο από την οδό Βαλαωρίτου, στο ύψος της Ι. Δραγούμη πρόκειται για μία από τις πιο μικρές, πλην όμως ιδιαίτερα γραφικές εμπορικές στοές της πόλης. Σε αντίθεση με τα δεκάδες καταστήματα υφασμάτων και λευκών ειδών που άνθησαν στην περιοχή ήδη από τη δεκαετία του ’60, στη Στοά Βυζάντιο διαχρονικά λειτουργούσαν ωρολογοποιεία. Σήμερα, μόνο ένα τέτοιο κατάστημα συνεχίζει να λειτουργεί, αλλά είναι σχετικά σύγχρονο, αφού άνοιξε γύρω στο 1990. Η Στοά Ολυμπίου επί της οδού Λέοντος Σοφού βρίσκεται στον κατεξοχήν πυρήνα εμπορικής δραστηριότητας της πόλης. Στο εσωτερικό της λειτουργούν δεκάδες καταστήματα πώλησης ρούχων και υφασμάτων. Αρκετά διατηρούν εδώ και δεκαετίες την ίδια ακριβώς βιτρίνα, δίνοντας την αίσθηση της εποχής του ’80, ενώ κάποια, χτυπημένα από την κρίση, έχουν κατεβάσει ρολά. Το Μπεζεστένι (υφασματαγορά) στην διασταύρωση Βενιζέλου και Εγνατίας αποτελεί μια από τις παλιότερες εμπορικές στοές. Τα μπεζεστένια είναι κτίρια με συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία, θολοσκέπαστα με 4, 6, 8, μέχρι και 20 τρούλους. Χτίστηκαν κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα τον 15ο και 16ο αιώνα. Η χρήση τους ήταν είτε αυτή της υφασματαγοράς είτε της αγοραπωλησίας πολύτιμων ειδών. Σήμερα το Μπεζεστένι διατηρεί τον παλιό του χαρακτήρα έστω και σε μικρότερη κλίμακα. Η Στοά Εμπόρων με είσοδο επί της Εγνατίας, η Στοά Ρογκότη κοντά στην πλατεία Ελευθερίας αλλά και η σκεπαστή αγορά Μοδιάνο είναι μερικές από τις δεκάδες στοές της πόλης με μεγάλη ιστορική και πολιτιστική αξία. Τη δεκαετία του ’70 εκτός από τις βιοτεχνίες και τα εργαστήρια στην περιοχή υπήρχαν και πολλά δικηγορικά γραφεία. Μετά το σεισμό του 1978 τα νέα κτίσματα σχεδιάστηκαν με τους νέους όρους δόμησης με σκοπό να εξυπηρετήσουν αυτές τις χρήσεις. Τα νεοανεγερθέντα πολυώροφες οικοδομήματα ακολουθούν στο σχεδιασμό τους τις ανάγκες στέγασης των συγκεκριμένων χρήσεων προσφέροντας μεγάλους ενιαίους χώρους με κοινόχρηστους υγρούς χώρους ανά όροφο. Μορφολογικά αυτό αποτυπώνεται και στις όψεις των οικοδομών αυτών, στις οποίες παρατηρείται ομοιομορφία στο μέγεθος και στο ρυθμό των ανοιγμάτων. Το κτιριακό απόθεμα που συγκεντρώνεται στο Φραγκομαχαλά αποτελεί ένα πλούσιο συνονθύλευμα αρχιτεκτονικών στυλ. Οι διατηρητέες κατοικίες των αρχών του 19ου αιώνα, τα επιβλητικά βιοτεχνικά κτίρια και πολυόροφες οικοδομές γραφείων των δεκαετιών ΄60-΄70 συνθέτουν ένα ιδιαίτερο περιβάλλον και μία ατμόσφαιρα που σε ταξιδεύει σε αλλοτινές εποχές.
Η ιστορία του δρόμου_ Ένα καλά κρυμμένο "μυστικό" Η Ερνέστου Εμπράρ, ή όπως διακρίνεται πάνω από την πινακίδα η αγορά Β. Εφαρμοστίδη, αποτελεί ένα στενό με τη δική του ιδιαίτερη ιστορία. Κατά καιρούς κέντρισε το ενδιαφέρον πολλών ανθρώπων που ασχολούνται με την πόλη και τα μυστικά της και φιλοξένησε πολιτιστικές δράσεις. Τα κτίρια εκατέρωθεν του δρόμου είναι γνωστά ως τα δίδυμα κτίρια ή τα κτίρια φαντάσματα. Ο πρώτος χαρακτηρισμός γίνεται εύκολα κατανοητός καθώς πρόκειται για δύο αντικριστά κτίρια με την ίδια κατασκευαστική δομή.. Οι εγκαταλελειμμένες όψεις τους, η τμηματική χρήση τους και η κατάληψη κάποιων χώρων από "άτυπους χρήστες" σε συνδυασμό με τις ροκ/πανκ μουσικές που ακούγονται από το εσωτερικό τους -χωρίς ωστόσο να μπορεί να προσδιοριστεί από πού ακριβώς- δικαιολογούν το χαρακτηρισμό των κτιρίων ως φαντάσματα.
Μέχρι και τα μισά περίπου του 20ου αιώνα στο ίδιο οικόπεδο υπήρχε ένα χάνι, που φιλοξενούσε πολλούς από τους χονδρέμπορους που έφταναν στην πόλη από το λιμάνι και από τη δυτική είσοδο, και μια αλάνα. Το 1954 το οικόπεδο αγοράστηκε από τον Εφαρμοστίδη με σκοπό τη δημιουργία εμπορικής στοάς. Τα πρώτα σχέδια που κατατέθηκαν στην πολεοδομία το 1954 αναφέρουν την ανέγερση μεγάλης εμπορικής στοάς κ.κ. Β. Εφαρμοστίδη- Ν. Παρισάκη- Δ. Ραπτοπούλου επί των οδών Ολ. Διαμαντή και Βεροίας. Ωστόσο η ένωση των κτιρίων δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Αργότερα, τον Ιούνιο του 1964 (σύμφωνα με τα σχέδια της πολεοδομίας) προστίθενται στα κτίρια τρία ακόμη πατώματα, δίνοντάς τους τη σημερινή τους μορφή (ισόγειο, πατάρι και τέσσερις όροφοι). Ακόμη στο αρχικό σχέδιο του 1954 οι όψεις της στοάς (επί της Ολ. Διαμαντή και της Βεροίας) παρουσιάζονται επεξεργασμένες με μπαλκόνι στον όροφο. Το μπαλκόνι εμφανίζεται και στο σχέδιο της προσθήκης (1964) αυτή τη φορά στον τέταρτο όροφο. Ωστόσο, καμία εκδοχή δεν πραγματοποιήθηκε δημιουργώντας την αίσθηση ότι το έργο παρέμεινε ανολοκλήρωτο.
Το καθεστώς ιδιοκτησίας του δρόμου φαίνεται να το γνώριζαν μόνο οι ιδιοκτήτες και αγνοούσαν ακόμη και οι δημοτικές αρχές -γι΄αυτό άλλωστε προχώρησαν και στην ονοματοδοσία του δρόμου "τιμώντας" τον Ερνέστ Εμπράρ (απόφαση Δημ. Συμβουλίου 904/77, πρακτικό 42/1977). Τόσα χρόνια ο δρόμος είχε αποτυπωθεί στην τοπική συνείδηση ως δημόσιος και χρησιμοποιούνταν από όλους. Το "μυστικό" αποκαλύφθηκε με αφορμή την πρόσφατη ανάπλαση της περιοχής γύρω από την Πλατεία Χρηματιστηρίου, η οποία δημιούργησε προβλήματα στους ανθρώπους που χρησιμοποιούν το δρόμο και τα κτίρια. Έτσι, με προσωπική πρωτοβουλία ενός εκ των ιδιοκτητών ο δήμος ενημερώθηκε για την ιδιοκτησία και απέκλεισε το δρόμο από την ανάπλαση. Έκτοτε, οι ιδιοκτήτες τοποθέτησαν πασαλάκια προκειμένου να επιτρέπεται η διέλευση μόνο των οχημάτων που σχετίζονται με τις επιχειρήσεις. Ωστόσο, το στενό δεν έχασε το δημόσιο χαρακτήρα του αφού χρησιμοποιείται από τους πεζούς ελεύθερα. Κατά την πρώτη επίσκεψη μου στην Ερνέστ Εμπράρ παρατήρησα ότι οι επιχειρηματίες ήταν επιφυλακτικοί και ελαφρώς καχύποπτοι όταν τους είπα ότι θέλω να επανασχεδιάσω τα κτίρια.. Συζητώντας μαζί τους κατάλαβα πως αυτό οφειλόταν στην πρόσφατη διαφωνία τους με το δήμο. "Όταν ξεκίνησε η ανάπλαση της περιοχής, τα συνεργεία άρχισαν να σκάβουν μπροστά στα μαγαζιά μας χωρίς να ρωτήσουν. Πώς γίνεται αυτό; Εμείς κάθε μέρα έχουμε φορτώσεις και εκφορτώσεις. Διαμαρτυρηθήκαμε και αντί να μας ακούσουν, απέκλεισαν το συγκεκριμένο δρόμο από το σχέδιο ανάπλασης", δήλωσε ο κ. Γιάννης Δόξας, ιδιοκτήτης καταστήματος μπαχαρικών. "Δε γίνεται να σχεδιάζεις μια περιοχή από τον υπολογιστή . Πρέπει να λάβεις υπόψιν τον κόσμο που τη χρησιμοποιεί" συνέχισε. Ένας άλλος ιδιοκτήτης που συνάντησα, αφού μου έδωσε πολλές και χρήσιμες πληροφορίες για την ιστορία των κτιρίων, μου είπε ότι "το σημαντικότερο είναι να καταλάβω πως τα κτίρια αυτά έχουν χρήση και δεν μπορεί κάποιος να επέμβει χωρίς να τη λάβει υπόψιν". Τέλος, ένα ακόμη πρόβλημα με τον δήμο που διαπίστωσα ήταν το γεγονός ότι αγνοεί την ύπαρξη κατοικιών στην περιοχή και ευνοεί δραστηριότητες νυχτερινής διασκέδασης. "Δε μπορεί τα μπαρ να παίρνουν άδεια παράτασης λειτουργίας μέχρι τις 3 το πρωί από τη στιγμή που υπάρχουν κατοικίες γύρω", δήλωσε ένας μόνιμος κάτοικος του δρόμου. Πέρα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν με το δήμο, ένα ακόμη πρόβλημα είναι η έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων που χρησιμοποιούν τα κτίρια. Όπως μου είπαν τα παιδιά που διατηρούν αρχιτεκτονικό γραφείο στο ένα κτίριο "οι άνθρωποι εδώ χωρίζονται στους πρωινούς που είναι οι παλιοί επιχειρηματίες που ανοίγουν τα μαγαζιά τους, στους μεσημεριανούς - απογευματινούς που είναι μουσικές μπάντες που κάνουν πρόβα και στους βραδινούς που διασκεδάζουν στα γύρω μαγαζιά. Ο καθένας νομίζει ότι είναι μόνος του και δεν σκέφτεται ότι μπορεί να δημιουργεί πρόβλημα στους γύρω του."